Η Κατίνα Παξινού (το γένος Κωνσταντοπούλου) ήταν Ελληνίδα ηθοποιός, κυρίως δραματικού ρεπερτορίου. Έχει βραβευτεί το 1944 με Όσκαρ Β' Γυναικείου Ρόλου, για την ερμηνεία της στην ταινία Για ποιον χτυπά η καμπάνα. Γεννήθηκε στον Πειραιά, κόρη μεγαλοαστικής οικογένειας, και συγκεκριμένα του αλευροβιομήχανου Βασίλη Κωνσταντόπουλου και της Ελένης Μαλανδρίνου. Η οικογένεια της είχε συνολικά επτά παιδιά και η Κατίνα ήταν το τέταρτο. Φοίτησε αρχικά στη Σχολή Χιλ και ακολούθησε η Σχολή Καλογραιών της Τήνου. Λόγω του ζωηρού της χαρακτήρα φοίτησε εσώκλειστη σε σχολείο της Ελβετίας. Σπούδασε μουσική και τραγούδι στο Ωδείο της Γενεύης καθώς και σε άλλες αντίστοιχες σχολές στη Βιέννη και στο Βερολίνο. Παντρεύτηκε τον βιομήχανο Ιωάννη Παξινό, και απέκτησε μαζί του δύο κόρες, την Έθελ και την Ιλεάνα. Ο γάμος τελείωσε έπειτα από 6 χρόνια. Άρχισε από πολύ νωρίς την καλλιτεχνική σταδιοδρομία της και γρήγορα διακρίθηκε για το αληθινό ταλέντο της και την αγάπη στην τέχνη της. Ο πρώτος της σημαντικός ρόλος ήταν της Βεατρίκης στην ομώνυμη όπερα Αδελφή Βεατρίκη, που την έγραψε ειδικά γι' αυτή ο Δημήτρης Μητρόπουλος και η οποία ανέβηκε το 1920 στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά. Ο πρώτος θεατρικός ρόλος της στην πρόζα ήταν το 1929, στο θέατρο Κοτοπούλη, στο Γυμνή γυναίκα (La femme nue) του Ζωρζ Μπατάιγ, που την καθιέρωσε και ως πρωταγωνίστρια δραματικών ρόλων. Το 1931 συνεργάστηκε με τον κορυφαίο Έλληνα ηθοποιό Αιμίλιο Βεάκη με τον οποίο εισχώρησε στον συνεταιρικό θίασο του Αλέξη Μινωτή. Παντρεύτηκαν και συνεργάστηκαν αποδοτικά από το 1932 μέχρι το 1940, χρονιά που έγινε μόνιμο μέλος του Εθνικού Θεάτρου. Με τη Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου εμφανίσθηκε στο Λονδίνο, στη Φρανκφούρτη και το Βερολίνο. Κατά την περίοδο του πολέμου εγκαταστάθηκε στις ΗΠΑ όπου και εμφανίσθηκε στο Μπρόντγουεϊ της Νέας Υόρκης. Όμως, το έργο που την επέβαλε στη διεθνή κλίμακα και που της χάρισε, στις 2 Μαρτίου του 1944 το Όσκαρ Β΄ Γυναικείου Ρόλου ήταν το "Για ποιον χτυπά η καμπάνα", όπου υποδυόταν τον ρόλο της φλογερής πατριώτισσας της Ισπανίας, Πιλάρ. Ήταν η πρώτη μη Αμερικανίδα ηθοποιός που τιμήθηκε με Όσκαρ, όπως και η πρώτη από την Ελλάδα. Το 1947 βραβεύθηκε με το βραβείο Κοκτώ για το κινηματογραφικό έργο "Το πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα". Επέστρεψε στην Ελλάδα το 1952 και ξανάρχισε με τον Αλέξη Μινωτή τις εμφανίσεις της στο Εθνικό Θέατρο, όπου ανέβασε Ίψεν, Λόρκα και αρχαίες τραγωδίες. Απέδωσε τους πρωταγωνιστικούς ρόλους στα έργα: Το σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα του Λόρκα, Η επίσκεψη της γηραιάς κυρίας του Φρίντριχ Ντύρενματ, Η τρελή του Σαγιό του Ζαν Ζιρωντού, Ταξίδι μακριάς ημέρας μέσα στη νύχτα του Ευγένιου Ο' Νηλ. Στις 19 Ιουνίου 1955 πρωταγωνίστησε στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου, στην παράσταση Εκάβη του Ευριπίδη (σε σκηνοθεσία Μινωτή), εγκαινιάζοντας επίσημα το Φεστιβάλ Επιδαύρου. Τα επόμενα χρόνια, η Παξινού συνδέθηκε με το Φεστιβάλ ως μια από τις σημαντικότερες μορφές του. Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας η Κατίνα Παξινού και ο Αλέξης Μινωτής συγκρότησαν δικό τους θίασο. Η τελευταία της παράσταση στο θέατρο ήταν στο ρόλο της μάνας στο έργο του Μπέρτολτ Μπρεχτ "Μάνα κουράγιο". Απεβίωσε από καρκίνο στις 22 Φεβρουαρίου 1973 και ενταφιάστηκε δημοσία δαπάνη στο Πρώτο Νεκροταφείο Αθηνών την επόμενη ημέρα. Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια.